- ὀροπέδιον
- ὀροπέδιονmountainplainneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀροπεδίοις — ὀροπέδιον mountainplain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροπεδίων — ὀροπέδιον mountainplain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροπέδια — ὀροπέδιον mountainplain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οροπέδιο — Ευρεία εδαφική επιφάνεια, επίπεδη ή ελαφρά κυματοειδής, που βρίσκεται το λιγότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπορεί να περιορίζεται ολόγυρα από απότομες κλίσεις ή από οροσειρές ή ακόμα να διαπερνιέται από… … Dictionary of Greek